Ουσιαστικό

επεξεργασία

herbivore (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
herbivore < herbe + -vore

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛʁ.bi.vɔʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
herbivore herbivores

herbivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
herbivore herbivores

herbivore (fr) αρσενικό