phytophage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
phytophage | phytophages |
phytophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
phytophage | phytophages |
phytophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό