Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

phytophage < phyto- + -phage

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fitɔfaʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
phytophage phytophages

phytophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό