Ετυμολογία

επεξεργασία
-vore < λατινική vorare (καταπίνω, τρώω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɔʁ/

  Επίθημα

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
-vore -vores

-vore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. β' συνθετικό λέξεων που σχετίζονται με τον τρόπο διατροφής που εκφράζει το α' συνθετικό
    budgétivore
    carnivore
    crudivore
    frugivore
    granivore
    herbivore
    insectivore
    omnivore
    piscivore
    vermivore

Δείτε επίσης

επεξεργασία