διατροφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατροφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατροφή < διατρέφω < διά + τρέφω. Μορφολογικά, δια- + τροφή.
- για την πληρωμή ποσού < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pension alimentaire [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.tɾoˈfi/ & /ðʝa.tɾoˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐τρο‐φή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιατροφή θηλυκό
- η ενέργεια του να διατρέφεις κάποιο άνθρωπο ή ζώο
- το σύνολο ή ο συνδυασμός των τροφών που λαμβάνει κάποιος σε σταθερή βάση
- ⮡ μεσογειακή διατροφή
- (νομικός όρος) χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τον ένα σύζυγο στον άλλο για την κάλυψη μέρους των εξόδων του καθώς και των παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου ή διάστασης
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διατρέφω, διά και τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία η ενέργεια του να διατρέφεις κάποιο άνθρωπο ή ζώο
το σύνολο ή ο συνδυασμός των τροφών που λαμβάνει κάποιος σε σταθερή βάση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διατροφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- διατροφή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διατροφή < διατρέφω < διά + τρέφω. Μορφολογικά, δια- + τροφή.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιατροφή θηλυκό
- η διατροφή
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διατροφή - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.98 Τόμος 5ος - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διατροφή | αἱ | διατροφαί |
γενική | τῆς | διατροφῆς | τῶν | διατροφῶν |
δοτική | τῇ | διατροφῇ | ταῖς | διατροφαῖς |
αιτιατική | τὴν | διατροφήν | τὰς | διατροφᾱ́ς |
κλητική ὦ! | διατροφή | διατροφαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διατροφᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διατροφαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιατροφή θηλυκό
- η διατροφή
- η σίτιση
- (ελληνιστική σημασία) τα απαραίτητα για τη διαβίωση
- ⮡ στον πληθυντικό διατροφαί
Πηγές
επεξεργασία- διατροφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διατροφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.