pension alimentaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pension alimentaire | pensions alimentaires |
pension alimentaire (fr) θηλυκό
- η διατροφή (χρηματικό ποσό)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pension alimentaire | pensions alimentaires |
pension alimentaire (fr) θηλυκό