alimentation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
alimentation | alimentations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαalimentation (fr) θηλυκό
- η διατροφή
- η τροφοδοσία, η σίτιση, ο σιτισμός
ενικός | πληθυντικός |
alimentation | alimentations |
alimentation (fr) θηλυκό