ενικός         πληθυντικός  
alimentation alimentations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

alimentation (fr) θηλυκό

  1. η διατροφή
  2. η τροφοδοσία, η σίτιση, ο σιτισμός


Συγγενικά

επεξεργασία