σιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιτισμός | οι | σιτισμοί |
γενική | του | σιτισμού | των | σιτισμών |
αιτιατική | τον | σιτισμό | τους | σιτισμούς |
κλητική | σιτισμέ | σιτισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιτισμός < ελληνιστική κοινή σιτισμός < αρχαία ελληνική σιτίζω < σῖτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιτισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του σίτιση
Συγγενικά
επεξεργασία- επισιτισμός
- υποσιτισμός
- → δείτε τις λέξεις σιτίζω και σίτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιτισμός
|