επισιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επισιτισμός < αρχαία ελληνική ἐπισιτισμός < σῖτος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επισιτισμός αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επισιτισμός