Ετυμολογία

επεξεργασία
επισιτίζω < αρχαία ελληνική ἐπισιτίζομαι < σῖτος

επισιτίζω (παθητική φωνή: επισιτίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία