σύνολο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύνολο | τα | σύνολα |
γενική | του | συνόλου & σύνολου |
των | συνόλων |
αιτιατική | το | σύνολο | τα | σύνολα |
κλητική | σύνολο | σύνολα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύνολο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνολον (ολόκληρο, πλήρες) [1]
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ensemble ή totalité
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsi.no.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐νο‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύνολο ουδέτερο
- η συλλογή διαφορετικών υλικών ή νοητών αντικειμένων
- (μαθηματικά, θεωρία συνόλων) η συλλογή στοιχείων που είναι απολύτως διακριτά μεταξύ τους αλλά που αξιωματικά θεωρούμε ως μία ολότητα ή ενότητα
- ↪ η θεωρία συνόλων βρίσκεται στη βάση των σύγχρονων μαθηματικών
- (γραμματική) το λεκτικό σύνολο : η ενότητα λέξεων πολύ στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους· συχνά δημιουργούν σύνθετες λέξεις
- ↪ το παράδειγμα λεκτικού συνόλου: μικρά πράγματα > σύνθετη λέξη: μικροπράγματα
- όλα τα μέλη μιας ομάδας μηδενός εξαιρουμένου, το όλον, η ολοκληρία, η ολότητα
- το άθροισμα ομοειδών
- ↪ το σύνολο των οφειλών μας είναι τεράστιο
- ένα σύνολο από έπιπλα, ρούχα, διακοσμητικά στοιχεία ή καλλιτεχνήματα που ταιριάζουν αρμονικά όλα μαζί
- ↪ φόραγε ένα πολύ ωραίο σύνολο
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σύνολο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
(γενικός όρος)
(μαθηματικά)
|
επεξεργασία
- ↑ σύνολο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.