σύνολο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύνολο | τα | σύνολα |
γενική | του | συνόλου | των | συνόλων |
αιτιατική | το | σύνολο | τα | σύνολα |
κλητική | σύνολο | σύνολα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σύνολο < (λόγιο) αρχαία ελληνική σύνολον (ολόκληρο, πλήρες) [1]
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ensemble ή totalité
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σύνολο ουδέτερο
- συλλογή διαφορετικών υλικών ή νοητών αντικειμένων
- (μαθηματικά, θεωρία συνόλων) συλλογή στοιχείων που είναι απολύτως διακριτά μεταξύ τους αλλά που αξιωματικά θεωρούμε ως μία ολότητα ή ενότητα
- η θεωρία συνόλων βρίσκεται στη βάση των σύγχρονων μαθηματικών
- (γραμματική) ενότητα λέξεων σχετικά στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους
- το άρθρο «ο» μαζί με το ουσιαστικό «άνθρωπος» σχηματίζουν το ονοματικό σύνολο «ο άνθρωπος»
- όλα τα μέλη μιας ομάδας μηδενός εξαιρουμένου, το όλον, η ολοκληρία, η ολότητα
- άθροισμα ομοειδών
- το σύνολο των οφειλών μας είναι τεράστιο
- ένα σύνολο από έπιπλα, ρούχα, διακοσμητικά στοιχεία ή καλλιτεχνήματα που ταιριάζουν αρμονικά όλα μαζί
- φόραγε ένα πολύ ωραίο σύνολο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- σύνολο στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
(γενικός όρος)
(μαθηματικά)
Επεξεργασία
- ↑ «σύνολο» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.