ενικός         πληθυντικός  
ensemble ensembles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ensemble (en)

  1. σύνολο
  2. (μουσική) ορχήστρα, σύνολο μουσικών οργάνων



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

ensemble (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ensemble ensembles

ensemble (fr) αρσενικό

  1. το σύνολο
  2. (μουσική) το σύνολο μουσικών οργάνων