ορχήστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαορχήστρα θηλυκό
- (μουσική) ένα σύνολο από μουσικούς ή μουσικά όργανα που εκτελούν πολυφωνική μουσικά κομμάτια με συγκεκριμένη δομή ή αυτοσχέδια (ορχηστική μουσική).
- Συμφωνική Ορχήστρα
- Φιλαρμονική Ορχήστρα
- ορχήστρα τζαζ
- ο κυκλικός χώρος ενός αρχαίου θεάτρου, ανάμεσα στο κοίλο και στο προσκήνιο
- Οι ηθοποιοί βγήκαν στην ορχήστρα.
- στα κλασικά και σύγχρονα θέατρα και όπερες, ο χώρος για τους μουσικούς
- Το θέατρο ήταν μικρό και χωρίς ορχήστρα.
Συνώνυμα
επεξεργασία- μπάντα (μουσική ορχήστρα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ορχήστρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορχήστρα
|