κοίλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοίλο < κοίλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοίλο ουδέτερο
- (θέατρο) ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κοίλος: το μέρος του αρχαίου θεάτρου στο οποίο κάθονταν οι θεατές
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοίλο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακοίλο