ενορχήστρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενορχήστρωση | οι | ενορχηστρώσεις |
γενική | της | ενορχήστρωσης* | των | ενορχηστρώσεων |
αιτιατική | την | ενορχήστρωση | τις | ενορχηστρώσεις |
κλητική | ενορχήστρωση | ενορχηστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενορχηστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ενορχήστρωση < ενορχηστρώνω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενορχήστρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενορχηστρώνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενορχήστρωση
|