Ετυμολογία

επεξεργασία
ενορχηστρώνω < εν + ορχήστρ(α) + -ώνω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική orchestrer [1]

ενορχηστρώνω

  1. (μουσική) διαμορφώνω μια μουσική σύνθεση έτσι ώστε να μπορεί να παιχθεί από τα όργανα μιας ορχήστρας
  2. (μεταφορικά, συνήθως για επιθετικές ενέργειες) οργανώνω, προετοιμάζω, συντονίζω κάποια πράγματα ώστε να επιτύχω έναν στόχο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία