ενορχηστρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενορχηστρώνω < εν + ορχήστρ(α) + -ώνω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική orchestrer [1]
Ρήμα
επεξεργασίαενορχηστρώνω
- (μουσική) διαμορφώνω μια μουσική σύνθεση έτσι ώστε να μπορεί να παιχθεί από τα όργανα μιας ορχήστρας
- (μεταφορικά, συνήθως για επιθετικές ενέργειες) οργανώνω, προετοιμάζω, συντονίζω κάποια πράγματα ώστε να επιτύχω έναν στόχο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενορχηστρώνω | ενορχήστρωνα | θα ενορχηστρώνω | να ενορχηστρώνω | ενορχηστρώνοντας | |
β' ενικ. | ενορχηστρώνεις | ενορχήστρωνες | θα ενορχηστρώνεις | να ενορχηστρώνεις | ενορχήστρωνε | |
γ' ενικ. | ενορχηστρώνει | ενορχήστρωνε | θα ενορχηστρώνει | να ενορχηστρώνει | ||
α' πληθ. | ενορχηστρώνουμε | ενορχηστρώναμε | θα ενορχηστρώνουμε | να ενορχηστρώνουμε | ||
β' πληθ. | ενορχηστρώνετε | ενορχηστρώνατε | θα ενορχηστρώνετε | να ενορχηστρώνετε | ενορχηστρώνετε | |
γ' πληθ. | ενορχηστρώνουν(ε) | ενορχήστρωναν ενορχηστρώναν(ε) |
θα ενορχηστρώνουν(ε) | να ενορχηστρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενορχήστρωσα | θα ενορχηστρώσω | να ενορχηστρώσω | ενορχηστρώσει | ||
β' ενικ. | ενορχήστρωσες | θα ενορχηστρώσεις | να ενορχηστρώσεις | ενορχήστρωσε | ||
γ' ενικ. | ενορχήστρωσε | θα ενορχηστρώσει | να ενορχηστρώσει | |||
α' πληθ. | ενορχηστρώσαμε | θα ενορχηστρώσουμε | να ενορχηστρώσουμε | |||
β' πληθ. | ενορχηστρώσατε | θα ενορχηστρώσετε | να ενορχηστρώσετε | ενορχηστρώστε | ||
γ' πληθ. | ενορχήστρωσαν ενορχηστρώσαν(ε) |
θα ενορχηστρώσουν(ε) | να ενορχηστρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενορχηστρώσει | είχα ενορχηστρώσει | θα έχω ενορχηστρώσει | να έχω ενορχηστρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενορχηστρώσει | είχες ενορχηστρώσει | θα έχεις ενορχηστρώσει | να έχεις ενορχηστρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενορχηστρώσει | είχε ενορχηστρώσει | θα έχει ενορχηστρώσει | να έχει ενορχηστρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενορχηστρώσει | είχαμε ενορχηστρώσει | θα έχουμε ενορχηστρώσει | να έχουμε ενορχηστρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενορχηστρώσει | είχατε ενορχηστρώσει | θα έχετε ενορχηστρώσει | να έχετε ενορχηστρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενορχηστρώσει | είχαν ενορχηστρώσει | θα έχουν ενορχηστρώσει | να έχουν ενορχηστρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενορχηστρώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενορχηστρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας