συντονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντονίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική syntoniser < αρχαία ελληνική σύντονος < σύν + τόνος < τείνω
Ρήμα
επεξεργασίασυντονίζω (παθητική φωνή: συντονίζομαι)
- οργανώνω τις προσπάθειες ή ενέργειες ποικίλων φορέων ή ατόμων, ώστε να επιτευχθεί κάποιος σκοπός
- διευθύνω, κατευθύνω
- (μουσική) κάνω τα όργανα ή τις φωνές να συμφωνούν στον ίδιο τόνο (και ρυθμό)
- (φυσική) εναρμονίζω συχνότητες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντονίζω | συντόνιζα | θα συντονίζω | να συντονίζω | συντονίζοντας | |
β' ενικ. | συντονίζεις | συντόνιζες | θα συντονίζεις | να συντονίζεις | συντόνιζε | |
γ' ενικ. | συντονίζει | συντόνιζε | θα συντονίζει | να συντονίζει | ||
α' πληθ. | συντονίζουμε | συντονίζαμε | θα συντονίζουμε | να συντονίζουμε | ||
β' πληθ. | συντονίζετε | συντονίζατε | θα συντονίζετε | να συντονίζετε | συντονίζετε | |
γ' πληθ. | συντονίζουν(ε) | συντόνιζαν συντονίζαν(ε) |
θα συντονίζουν(ε) | να συντονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντόνισα | θα συντονίσω | να συντονίσω | συντονίσει | ||
β' ενικ. | συντόνισες | θα συντονίσεις | να συντονίσεις | συντόνισε | ||
γ' ενικ. | συντόνισε | θα συντονίσει | να συντονίσει | |||
α' πληθ. | συντονίσαμε | θα συντονίσουμε | να συντονίσουμε | |||
β' πληθ. | συντονίσατε | θα συντονίσετε | να συντονίσετε | συντονίστε | ||
γ' πληθ. | συντόνισαν συντονίσαν(ε) |
θα συντονίσουν(ε) | να συντονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συντονίσει | είχα συντονίσει | θα έχω συντονίσει | να έχω συντονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συντονίσει | είχες συντονίσει | θα έχεις συντονίσει | να έχεις συντονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συντονίσει | είχε συντονίσει | θα έχει συντονίσει | να έχει συντονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συντονίσει | είχαμε συντονίσει | θα έχουμε συντονίσει | να έχουμε συντονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συντονίσει | είχατε συντονίσει | θα έχετε συντονίσει | να έχετε συντονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συντονίσει | είχαν συντονίσει | θα έχουν συντονίσει | να έχουν συντονίσει |
|