Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συντονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συντονισμέν
ος
η
συντονισμέν
η
το
συντονισμέν
ο
γενική
του
συντονισμέν
ου
της
συντονισμέν
ης
του
συντονισμέν
ου
αιτιατική
τον
συντονισμέν
ο
τη
συντονισμέν
η
το
συντονισμέν
ο
κλητική
συντονισμέν
ε
συντονισμέν
η
συντονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συντονισμέν
οι
οι
συντονισμέν
ες
τα
συντονισμέν
α
γενική
των
συντονισμέν
ων
των
συντονισμέν
ων
των
συντονισμέν
ων
αιτιατική
τους
συντονισμέν
ους
τις
συντονισμέν
ες
τα
συντονισμέν
α
κλητική
συντονισμέν
οι
συντονισμέν
ες
συντονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συντονισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
συντονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συντονισμένος
αγγλικά
:
coordinated
(en)
γαλλικά
:
coordonné
(fr)