Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coordinate coordinates

coordinate (en)

ενεστώτας coordinate
γ΄ ενικό ενεστώτα coordinates
αόριστος coordinated
παθητική μετοχή coordinated
ενεργητική μετοχή coordinating

coordinate (en)

  1. (μεταβατικό) συντονίζω, συνταιριάζω, οργανώνω τα διάφορα μέρη μιας δραστηριότητας και τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτήν για να δουλεύει καλά
    ⮡  The team leader coordinates the work of rescuing the shipwrecked.
    Ο επικεφαλής της ομάδας συντονίζει το έργο της διάσωσης των ναυαγών.
    ⮡  Government work is coordinated by the relevant ministries.
    Το κυβερνητικό έργο συντονίζεται από τα αρμόδια υπουργεία.
    ⮡  The fire was extinguished through the coordinated efforts of the firefighters.
    Με συντονισμένες προσπάθειες των πυροσβεστών σβήστηκε η πυρκαγιά.
    ⮡  I must coordinate my vacation with yours.
    Πρέπει να συνταιριάξω τις διακοπές μου με τις δικές σου.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, μάλλον επίσημο) συνταιριάζω, για χρώματα, ρούχα, έπιπλα κτλ. που φαίνονται ωραία μαζί
    ⮡  The colors coordinate with the decoration.
    Τα χρώματα και η διακοσμητική συνταιριάζουν.

Άλλες γραφές

επεξεργασία