coordinate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coordinate | coordinates |
coordinate (en)
- η συντεταγμένη
- ⮡ geographical coordinates - γεωγραφικές συντεταγμένες
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | coordinate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coordinates |
αόριστος | coordinated |
παθητική μετοχή | coordinated |
ενεργητική μετοχή | coordinating |
coordinate (en)
- (μεταβατικό) συντονίζω, συνταιριάζω, οργανώνω τα διάφορα μέρη μιας δραστηριότητας και τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτήν για να δουλεύει καλά
- ⮡ The team leader coordinates the work of rescuing the shipwrecked.
- Ο επικεφαλής της ομάδας συντονίζει το έργο της διάσωσης των ναυαγών.
- ⮡ Government work is coordinated by the relevant ministries.
- Το κυβερνητικό έργο συντονίζεται από τα αρμόδια υπουργεία.
- ⮡ The fire was extinguished through the coordinated efforts of the firefighters.
- Με συντονισμένες προσπάθειες των πυροσβεστών σβήστηκε η πυρκαγιά.
- ⮡ I must coordinate my vacation with yours.
- Πρέπει να συνταιριάξω τις διακοπές μου με τις δικές σου.
- ⮡ The team leader coordinates the work of rescuing the shipwrecked.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, μάλλον επίσημο) συνταιριάζω, για χρώματα, ρούχα, έπιπλα κτλ. που φαίνονται ωραία μαζί
- ⮡ The colors coordinate with the decoration.
- Τα χρώματα και η διακοσμητική συνταιριάζουν.
- ⮡ The colors coordinate with the decoration.