συντεταγμένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συντεταγμένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντεταγμένη, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής συντεταγμένος (έτοιμος, σε θέση μάχης), μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συντάσσω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική coordonnées (πληθυντικός: συντεταγμένες) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συντεταγμένη θηλυκό
- λόγια μορφή του συνταγμένος
- (μαθηματικά) κάθε ένα από τα στοιχεία που χρειάζονται για να καθοριστεί μοναδικά η θέση ενός σημείου σε ένα καρτεσιανό σύστημα δύο (ή περισσότερων) αξόνων
- ⮡ οι γεωγραφικές συντεταγμένες, το γεωγραφικό μήκος και το γεωγραφικό πλάτος
- (και μεταφορικά) τα σημεία που προσδιορίζουν τη θέση, το περιβάλλον όπου ανήκει κάποιος
- ⮡ οι συντεταγμένες ιδεολογικού χώρου
0x είναι ο ημιάξονας των τετμημένων (στον οριζόντιο άξονα).
0y είναι ο ημιάξονας των τεταγμένων (στον κάθετο άξονα).
Το σημείο (5,2) στο καρτεσιανό διάγραμμα (και για τα δυο σημεία) λέγεται διατεταγμένο ζεύγος.
Το σημείο 5 στο (5,2) είναι η τετμημένη.
Το σημείο 2 στο (5,2) είναι η τεταγμένη.
0y είναι ο ημιάξονας των τεταγμένων (στον κάθετο άξονα).
Το σημείο (5,2) στο καρτεσιανό διάγραμμα (και για τα δυο σημεία) λέγεται διατεταγμένο ζεύγος.
Το σημείο 5 στο (5,2) είναι η τετμημένη.
Το σημείο 2 στο (5,2) είναι η τεταγμένη.
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συντεταγμένη
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
συντεταγμένη θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συντεταγμένος
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ συντεταγμένη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
συντεταγμένη θηλυκό
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συντεταγμένος