συντάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντάσσω < συν + τάσσω
Ρήμα
επεξεργασίασυντάσσω
- τοποθετώ στην κατάλληλη σειρά τα τυπικά στοιχεία του λόγου, σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας
- διατυπώνω κάτι γραπτά, και ειδικότερα για επίσημο έγγραφο ή για συγγραφή κειμένου που είναι αποτέλεσμα οργάνωσης και σύνθεσης δεδομένων στοιχείων
- παρατάσσω, τοποθετώ στρατιώτες σε παράταξη μάχης