Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντάσσομαι < (ελληνιστική κοινή) συντάσσομαι < αρχαία ελληνική συντάσσω

  Ρήμα επεξεργασία

συντάσσομαι

  1. τάσσομαι στο πλευρό κάποιου, συμφωνώ με τη γνώμη του
    Συντάχθηκε η Τουρκία με τον Άσαντ
  2. (στο στρατό και στη γυμναστική:) τάσσομαι κατά μία ορισμένη σειρά ή μορφή παράταξης
    Συνταχθείτε ανά τετράδες / τριάδες
  3. (συντακτικό, για λέξεις) τοποθετούμαι όχι αυθαίρετα, αλλά σε μια σειρά και με μορφή-τύπο που ορίζεται από κάποιους κανόνες
    το ρήμα αυτό συντάσσεται με αιτιατική και ...
  4. γράφομαι, όταν γράφεται κάτι από πολλούς, ή σχετικά περίπλοκο, ή που έχει μια ορισμένη σειρά ή απαιτητική δομή, κάτι επίσημο, κάτι που απαιτεί σύνθεση δεδομένων
    η εγκυκλοπαίδεια συντάχθηκε από ακαδημαϊκούς / το κείμενο της συνθήκης του Μάαστριχτ συντάχθηκε / η επιστολή συντάχθηκε (αλλά το ποίημα ή το διήγημα, γράφτηκε)
  5. γράφομαι κρυφά, με αδιαφάνεια, ή κατ' εντολήν κάποιου που δεν φαίνεται στο προσκήνιο
    το κείμενο που τυπικά υπογράφουν οι εργαζόμενοι εναντίον των απεργών συναδέλφων τους στην πραγματικότητα συντάχθηκε από την εργοδοσία και απηχεί...

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία