Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

rang (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rang rangs

rang (fr) αρσενικό

  1. σειρά, στοίχος, αράδα,
    ※  Il prit une chaise sur le même rang que Winston, deux places plus loin. Une petite femme rousse [...], (από το βιβλίο «1984» του Τζώρτζ Όργουελ, όπως μεταφράστηκε στα γαλλικά)
    λείπει η μετάφραση
  2. βαθμός, τάξη, θέση
  3. κοινωνική τάξη
  4. (στη ζωή) σταθμός