Δείτε επίσης: στοῖχος, στίχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στοίχος οι στοίχοι
      γενική του στοίχου των στοίχων
    αιτιατική τον στοίχο τους στοίχους
     κλητική στοίχε στοίχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοίχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στοῖχος < απώτατης αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- Δείτε και στίχος, και το αρχαίο στείχω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsti.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στόί‐χος
ομόηχο: στίχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στοίχος αρσενικό

  • σειρά, γραμμή, ανθρώπων ή αντικειμένων π.χ. σε παράταξη στρατιωτών, μαθητών, αθλητών που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλο ή δομικών υλικών σε τοιχοποιία
    Ο γυμναστής του σχολείου παρέταξε τους μαθητές σε τρεις στοίχους για την παρέλαση.

Σημειώσεις επεξεργασία

Συγχέεται με τον στίχο του τραγουδιού ή του ποιήματος επειδή κι εκείνη η λέξη παραπέμπει σε αράδα, όμως ο στίχος και τα στιχάκια αναφέρονται αποκλειστικά σε αράδες κειμένου.

Συγγενικά επεξεργασία

με θέμα στοιχ-

→ και δείτε τη λέξη στίχος για το θέμα στιχ-

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία