δίστοιχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίστοιχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίστοιχος < (δίς) δί- + στοῖχ(ος) + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.sti.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐στοι‐χος
- ομόηχα: δίστιχος, δύστυχος
- τονικό παρώνυμο: δυστυχώς
Επίθετο επεξεργασία
δίστοιχος, -η, -ο
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις δύο και στοίχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δίστοιχος, -ος, -ον
επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη στοῖχος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δίστοιχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.