Δείτε επίσης: δίστιχος, δύστυχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίστοιχος η δίστοιχη το δίστοιχο
      γενική του δίστοιχου της δίστοιχης του δίστοιχου
    αιτιατική τον δίστοιχο τη δίστοιχη το δίστοιχο
     κλητική δίστοιχε δίστοιχη δίστοιχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίστοιχοι οι δίστοιχες τα δίστοιχα
      γενική των δίστοιχων των δίστοιχων των δίστοιχων
    αιτιατική τους δίστοιχους τις δίστοιχες τα δίστοιχα
     κλητική δίστοιχοι δίστοιχες δίστοιχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίστοιχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίστοιχος < (δίς) δί- + στοῖχ(ος) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.sti.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐στοι‐χος
ομόηχα: δίστιχος, δύστυχος
τονικό παρώνυμο: δυστυχώς

  Επίθετο επεξεργασία

δίστοιχος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δύο και στοίχος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίστοιχος τὸ δίστοιχον
      γενική τοῦ/τῆς διστοίχου τοῦ διστοίχου
      δοτική τῷ/τῇ διστοίχ τῷ διστοίχ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίστοιχον τὸ δίστοιχον
     κλητική ! δίστοιχε δίστοιχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίστοιχοι τὰ δίστοιχ
      γενική τῶν διστοίχων τῶν διστοίχων
      δοτική τοῖς/ταῖς διστοίχοις τοῖς διστοίχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διστοίχους τὰ δίστοιχ
     κλητική ! δίστοιχοι δίστοιχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διστοίχω τὼ διστοίχω
      γεν-δοτ τοῖν διστοίχοιν τοῖν διστοίχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίστοιχος, ήδη τον Αριστοτέλη < (δίς) δί- + στοῖχ(ος) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

δίστοιχος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στοῖχος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία