αντιστοίχιση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντιστοίχιση < αντιστοιχίζω + -σις (Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε ως αντιστοίχησις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλικά registre) το 1856 από τον Σκαρλάτο Βυζάντιο (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Α, σελ. 109)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αντιστοίχιση θηλυκό
- η συμμετρική, αναλογική ή παράλληλη τοποθέτηση
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αντιστοίχιση