ενικός         πληθυντικός  
registre registres

  Ετυμολογία

επεξεργασία
registre < λατινική register

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁə.ʒistʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

registre (fr) αρσενικό

  1. το μητρώο
  2. η εγγραφή
  3. το κατάστιχο
  4. (μουσική) η γκάμα, η έκταση φωνής