γκάμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκάμα | οι | γκάμες |
γενική | της | γκάμας | — | |
αιτιατική | την | γκάμα | τις | γκάμες |
κλητική | γκάμα | γκάμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γκάμα < ιταλική gamme < αρχαία ελληνική γάμμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκάμα θηλυκό
- (μουσική, παρωχημένο) η κλίμακα
- εύρος, σύνολο πραγμάτων, αλλά και ιδεών, δυνατοτήτων, ιδιοτήτων, που συχνά παρουσιάζονται ή εκτίθενται στη σειρά, κλιμακωτά.
- ⮡ Η εταιρεία παρουσίασε όλη τη γκάμα των φετινών μοντέλων της.
- ⮡ Αφού μελέτησα προσεκτικά μια μεγάλη γκάμα αποχρώσεων στο δειγματολόγιο, αποφάσισα ποιο ήταν το χρώμα το πιο ταιριαστό χρώμα για το υπνοδωμάτιο.
Σημειώσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- γκάμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας