↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκάμα οι γκάμες
      γενική της γκάμας
    αιτιατική την γκάμα τις γκάμες
     κλητική γκάμα γκάμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκάμα < ιταλική gamme < αρχαία ελληνική γάμμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκάμα θηλυκό

  1. (μουσική, παρωχημένο) η κλίμακα
  2. εύρος, σύνολο πραγμάτων, αλλά και ιδεών, δυνατοτήτων, ιδιοτήτων, που συχνά παρουσιάζονται ή εκτίθενται στη σειρά, κλιμακωτά.
    ⮡ Η εταιρεία παρουσίασε όλη τη γκάμα των φετινών μοντέλων της.
    ⮡  Αφού μελέτησα προσεκτικά μια μεγάλη γκάμα αποχρώσεων στο δειγματολόγιο, αποφάσισα ποιο ήταν το χρώμα το πιο ταιριαστό χρώμα για το υπνοδωμάτιο.

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • η μουσική κλίμακα παλιότερα είχε ως πρώτη νότα το σολ, που συμβολίζεται με το λατινικό γράμμα G, αντιστοιχιζόμενο στο ελληνικό γάμμα, οπότε συνεκδοχικά σήμαινε και ολόκληρη την κλίμακα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία