σολ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σολ < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό
επεξεργασία
σολ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η πέμπτη νότα στην κλίμακα του ντο
- κλειδί του σολ: μουσικό σημείο που σημειώνεται στην αρχή του πενταγράμμου και δηλώνει τη θέση της νότας σολ στη δεύτερη γραμμή