χρωματική κλίμακα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χρωματική κλίμακα < → δείτε τις λέξεις χρωματικός και κλίμακα
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
χρωματική κλίμακα θηλυκό
- (μουσική) χρωματική κλίμακα: η κλίμακα της οποίας οι βαθμίδες έχουν μεταξύ τους διαφορά ενός ημιτονίου
- έπαιξε στο πιάνο μια χρωματική κλίμακα χρησιμοποιώντας όλα τα άσπρα και μαύρα πλήκτρα
- η δωδεκαφθογγική κλίμακα στο συγκερασμένο ευρωπαϊκό μουσικό σύστημα
- όλοι οι φθόγγοι
η χρωματική κλίμακαΕπεξεργασία
ντο ή C | ντο# ή C# | ρε ή D | ρε# ή D# | μι ή E | φα ή F | φα# ή F# | σολ ή G | σολ# ή G# | λα ή A | λα# ή A# | σι ή B |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χρωματική κλίμακα
|