αντιστοιχίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααντιστοιχίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιστοιχίζω
- θα αντιστοιχίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιστοιχίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααντιστοιχίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιστοίχιση