αντιστοιχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιστοιχίζω < αντιστοιχία + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίααντιστοιχίζω (παθητική φωνή: αντιστοιχίζομαι)
- συσχετίζω δύο στοιχεία που ανήκουν σε διαφορετικές στήλες ενός πίνακα ή γενικότερα σε δύο διαφορετικά σύνολα. Δηλώνω ότι το ένα από αυτά αντιστοιχεί στο άλλο, ότι υπάρχει μεταξύ τους μια μονοσήμαντη ή αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία.
- ⮡ Στη στήλη Α περιέχονται ονόματα ιστορικών προσώπων και στη στήλη Β ιστορικά γεγονότα. Αντιστοιχίστε τα πρόσωπα της στήλης Α με τα γεγονότα στα οποία συμμετείχαν.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αντίστοιχος, αντί και στοίχος