μονοσήμαντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοσήμαντος < μεσαιωνική ελληνική μονοσήμαντος < αρχαία ελληνική μόνος + σημαίνω
Επίθετο επεξεργασία
μονοσήμαντος, -η, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μονοσήμαντα
- → δείτε τις λέξεις μονόσημος, μόνος και σήμα