σημαίνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημαίνω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική σημαίνω
ΡήμαΕπεξεργασία
σημαίνω, πρτ.: σήμαινα, στ.μέλλ.: θα σημάνω, αόρ.: σήμανα, παθ.φωνή: σημαίνομαι, π.αόρ.: σημάνθηκα, μτχ.π.π.: σεσημασμένος
- χωρίς παθητική φωνή, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο
- (μεταβατικό) είμαι φορέας μιας σημασίας μέσα στο πλαίσιο ενός κώδικα επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα
- τι σημαίνει η λέξη "ενδελεχώς";
- (μεταβατικό) ταυτίζομαι με κάτι άλλο ως προς το νοηματικό περιεχόμενο
- η επιφύλαξή μου δε σημαίνει απροθυμία
- (μεταβατικό) (αμετάβατο) εκπέμπω ένα ηχητικό σήμα που αναγγέλλει ή προειδοποιεί για κάτι
- σήμανε συναγερμός στο στρατόπεδο
- σημαίνω εγερτήριο κάθε μέρα στις 6
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) φτάνει η ώρα
- σήμανε η ώρα για να ξεσηκωθούμε
- (μεταβατικό) είμαι φορέας μιας σημασίας μέσα στο πλαίσιο ενός κώδικα επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα
- με παθητική φωνή (μεταβατικό) καταγράφω σημάδι, σήμανση → δείτε τη λέξη σημαίνομαι
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Μετοχή παθητικού παρακειμένου
- συνήθης τύπος με άλλη σημασία: σεσημασμένος (λόγια μετοχή)
- σπάνιος τύπος με σημασία μαρκαρισμένος: σημασμένος
Επεξεργασία
- σεσημασμένος (λόγια μετοχή)
- σήμα
- σημασία
- σημαντικός
- σημαίνων (αρσενικό), σημαίνουσα (θηλυκό), σημαίνον (ουδέτερο) (λόγια μετοχή)
- σημαινόμενο(λόγια μετοχή)
- σημείο
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σημαίνω | σήμαινα | θα σημαίνω | να σημαίνω | σημαίνοντας | |
β' ενικ. | σημαίνεις | σήμαινες | θα σημαίνεις | να σημαίνεις | σήμαινε | |
γ' ενικ. | σημαίνει | σήμαινε | θα σημαίνει | να σημαίνει | ||
α' πληθ. | σημαίνουμε | σημαίναμε | θα σημαίνουμε | να σημαίνουμε | ||
β' πληθ. | σημαίνετε | σημαίνατε | θα σημαίνετε | να σημαίνετε | σημαίνετε | |
γ' πληθ. | σημαίνουν(ε) | σήμαιναν σημαίναν(ε) |
θα σημαίνουν(ε) | να σημαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σήμανα | θα σημάνω | να σημάνω | σημάνει | ||
β' ενικ. | σήμανες | θα σημάνεις | να σημάνεις | σήμανε | ||
γ' ενικ. | σήμανε | θα σημάνει | να σημάνει | |||
α' πληθ. | σημάναμε | θα σημάνουμε | να σημάνουμε | |||
β' πληθ. | σημάνατε | θα σημάνετε | να σημάνετε | σημάνετε | ||
γ' πληθ. | σήμαναν σημάναν(ε) |
θα σημάνουν(ε) | να σημάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σημάνει | είχα σημάνει | θα έχω σημάνει | να έχω σημάνει | ||
β' ενικ. | έχεις σημάνει | είχες σημάνει | θα έχεις σημάνει | να έχεις σημάνει | ||
γ' ενικ. | έχει σημάνει | είχε σημάνει | θα έχει σημάνει | να έχει σημάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε σημάνει | είχαμε σημάνει | θα έχουμε σημάνει | να έχουμε σημάνει | ||
β' πληθ. | έχετε σημάνει | είχατε σημάνει | θα έχετε σημάνει | να έχετε σημάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν σημάνει | είχαν σημάνει | θα έχουν σημάνει | να έχουν σημάνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σημαίνομαι | σημαινόμουν(α) | θα σημαίνομαι | να σημαίνομαι | ||
β' ενικ. | σημαίνεσαι | σημαινόσουν(α) | θα σημαίνεσαι | να σημαίνεσαι | ||
γ' ενικ. | σημαίνεται | σημαινόταν(ε) | θα σημαίνεται | να σημαίνεται | ||
α' πληθ. | σημαινόμαστε | σημαινόμαστε σημαινόμασταν |
θα σημαινόμαστε | να σημαινόμαστε | ||
β' πληθ. | σημαίνεστε | σημαινόσαστε σημαινόσασταν |
θα σημαίνεστε | να σημαίνεστε | (σημαίνεστε) | |
γ' πληθ. | σημαίνονται | σημαίνονταν σημαινόντουσαν |
θα σημαίνονται | να σημαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σημάνθηκα | θα σημανθώ | να σημανθώ | σημανθεί | ||
β' ενικ. | σημάνθηκες | θα σημανθείς | να σημανθείς | σημάνσου | ||
γ' ενικ. | σημάνθηκε | θα σημανθεί | να σημανθεί | |||
α' πληθ. | σημανθήκαμε | θα σημανθούμε | να σημανθούμε | |||
β' πληθ. | σημανθήκατε | θα σημανθείτε | να σημανθείτε | σημανθείτε | ||
γ' πληθ. | σημάνθηκαν σημανθήκαν(ε) |
θα σημανθούν(ε) | να σημανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σημανθεί | είχα σημανθεί | θα έχω σημανθεί | να έχω σημανθεί | σεσημασμένος | |
β' ενικ. | έχεις σημανθεί | είχες σημανθεί | θα έχεις σημανθεί | να έχεις σημανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σημανθεί | είχε σημανθεί | θα έχει σημανθεί | να έχει σημανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σημανθεί | είχαμε σημανθεί | θα έχουμε σημανθεί | να έχουμε σημανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σημανθεί | είχατε σημανθεί | θα έχετε σημανθεί | να έχετε σημανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σημανθεί | είχαν σημανθεί | θα έχουν σημανθεί | να έχουν σημανθεί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | σημαίνω | σημαίνομαι |
Παρατατικός | ἐσήμαινον | ἐσημαινόμην |
Μέλλοντας | σημανῶ | σημανοῦμαι, σημανθήσομαι |
Αόριστος | ἐσήμηνα, ἐσήμανα | ἐσημηνάμην & ἐσημάνθην |
Παρακείμενος | σεσήμασμαι | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημαίνω < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
σημαίνω
- δείχνω με κάποιο σημείο, φανερώνω με σημάδια, γνωστοποιώ, καταδεικνύω
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 388e
- Δεῖ δέ γε οὔχ, ὡς ἄρτι ἡμῖν ὁ λόγος ἐσήμαινεν· ᾧ πειστέον, ἕως ἄν τις ἡμᾶς ἄλλῳ καλλίονι πείσῃ.
- Και όμως καθόλου δεν πρέπει να γίνει αυτό, καθώς μας το απόδειξε τώρα η λογική μας, που πρέπει να την πιστέψομε, ώσπου τουλάχιστο να μας πείσουν με καμιάν άλλη καλύτερη.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Δεῖ δέ γε οὔχ, ὡς ἄρτι ἡμῖν ὁ λόγος ἐσήμαινεν· ᾧ πειστέον, ἕως ἄν τις ἡμᾶς ἄλλῳ καλλίονι πείσῃ.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 388e
- κάνω σινιάλα
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 497 (493-497)
- κήρυκ᾽ ἀπ᾽ ἀκτῆς τόνδ᾽ ὁρῶ κατάσκιον | κλάδοις ἐλαίας· μαρτυρεῖ δέ μοι κάσις | πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις τάδε, | ὡς οὐκ ἄναυδος οὗτος, οὐ δαίων φλόγα | ὕλης ὀρείας, σημανεῖ καπνῷ πυρός,
- Κήρυκα βλέπω, νά, που απ᾽ το γιαλό προβαίνει | μ᾽ ελιάς κλαδιά κατάσκεπος και μάρτυράς μου | ο κορνιαχτός, της λάσπης το στεγνό τ᾽ αδέρφι, | πως δε μου φέρνει ανάβοντας βουνίσια ξύλα | με των καψάλων τους καπνούς βουβά σημάδια,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- κήρυκ᾽ ἀπ᾽ ἀκτῆς τόνδ᾽ ὁρῶ κατάσκιον | κλάδοις ἐλαίας· μαρτυρεῖ δέ μοι κάσις | πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις τάδε, | ὡς οὐκ ἄναυδος οὗτος, οὐ δαίων φλόγα | ὕλης ὀρείας, σημανεῖ καπνῷ πυρός,
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 497 (493-497)
- φαίνομαι, είμαι φανερός
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 43.3
- ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή,
- γιατί τάφος των μεγάλων είναι η πάσα γη και δεν φανερώνεται από την επιγραφή μιας στήλης στην πατρική τους χώρα.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή,
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 43.3
- δίνω εντολή σε κάποιον με σήμα, με παράγγελμα
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 42.4
- ταῦτά σφι εἴπας δεύτερα ἐσήμαινε παραρτέεσθαί τε πάντα καὶ εὐκρινέα ποιέεσθαι ὡς ἅμα ἡμέρῃ τῇ ἐπιούσῃ συμβολῆς ἐσομένης.
- Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό το λόγο του έδωσε το παράγγελμα να κάνουν όλες τις προετοιμασίες και να τακτοποιήσουν τα πάντα όπως πρέπει, γιατί, μόλις χαράξει η επόμενη μέρα, θα δοθεί μάχη.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ταῦτά σφι εἴπας δεύτερα ἐσήμαινε παραρτέεσθαί τε πάντα καὶ εὐκρινέα ποιέεσθαι ὡς ἅμα ἡμέρῃ τῇ ἐπιούσῃ συμβολῆς ἐσομένης.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 78.1
- μαθὼν δὲ ὁ Κλεομένης ποιεῦντας τοὺς Ἀργείους ὁκοῖόν τι ὁ σφέτερος κῆρυξ σημήνειε, παραγγέλλει σφι, ὅταν σημήνῃ ὁ κῆρυξ ποιέεσθαι ἄριστον, τότε ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα χωρέειν ἐς τοὺς Ἀργείους.
- Ο Κλεομένης αντιλήφτηκε πως οι Αργείοι εκτελούν κάθε παράγγελμα που δίνει ο δικός του κήρυκας και διατάζει τους δικούς του, μόλις ο κήρυκας δώσει παράγγελμα να καθίσουν να φάνε, τότε να πάρουν τα όπλα στα χέρια τους και να επιτεθούν στους Αργείους.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- μαθὼν δὲ ὁ Κλεομένης ποιεῦντας τοὺς Ἀργείους ὁκοῖόν τι ὁ σφέτερος κῆρυξ σημήνειε, παραγγέλλει σφι, ὅταν σημήνῃ ὁ κῆρυξ ποιέεσθαι ἄριστον, τότε ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα χωρέειν ἐς τοὺς Ἀργείους.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 42.4
- (για μάχη) δίνω το σύνθημα της επίθεσης
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 3.29
- ἐπειδὰν δ᾽ ἀναστρέψωσιν οἱ πολέμιοι καὶ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν, ἀναστρέψαντας ἐπὶ δόρυ ἡγεῖσθαι μὲν τοὺς οὐραγούς, θεῖν δὲ πάντας καὶ διαβαίνειν ὅτι τάχιστα ᾗ ἕκαστος τὴν τάξιν εἶχεν, ὡς μὴ ἐμποδίζειν ἀλλήλους·
- Κι όταν οι εχθροί γυρίσουν τις πλάτες και φεύγουν και ο σαλπιχτής δώσει από τον ποταμό το πολεμικό σάλπισμα, να γυρίσουν κι αυτοί δεξιά και να πάνε μπροστά οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής. Τότε να τρέχουν όλοι και να περνούν τον ποταμό, όσο γίνεται πιο γρήγορα, κρατώντας τη θέση που είχε ο καθένας στην παράταξη, για να μην εμποδίζονται αναμεταξύ τους.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἐπειδὰν δ᾽ ἀναστρέψωσιν οἱ πολέμιοι καὶ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν, ἀναστρέψαντας ἐπὶ δόρυ ἡγεῖσθαι μὲν τοὺς οὐραγούς, θεῖν δὲ πάντας καὶ διαβαίνειν ὅτι τάχιστα ᾗ ἕκαστος τὴν τάξιν εἶχεν, ὡς μὴ ἐμποδίζειν ἀλλήλους·
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 3.29
- (+ γενική) εξουσιάζω, κυβερνώ, διοικώ
- διατάζω, προστάζω
- ※ 8ος↑ αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 250 (στίχοι 250-251)
- καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος | λαοῖς·
- και ορίζετε καθένας | τα πλήθη,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- και προστάζουν ο καθένας τα πλήθη·
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος | λαοῖς·
- ※ 8ος↑ αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 250 (στίχοι 250-251)
- δηλώνω, ανακοινώνω, κοινοποιώ
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 49.1
- ὁ μὲν ταῦτα εἴπας τε καὶ ἐπισχὼν χρόνον, ὥς οἱ οὐδεὶς οὐδὲν ὑπεκρίνετο, ἀπαλλάσσετο ὀπίσω, ἀπελθὼν δὲ ἐσήμαινε Μαρδονίῳ τὰ καταλαβόντα.
- Αυτά είπε λοιπόν ο κήρυκας και περίμενε αρκετή ώρα· καθώς όμως κανείς δεν του έδινε απάντηση, γύρισε πίσω, κι επιστρέφοντας ανακοίνωσε στον Μαρδόνιο το τί συνέβη.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὁ μὲν ταῦτα εἴπας τε καὶ ἐπισχὼν χρόνον, ὥς οἱ οὐδεὶς οὐδὲν ὑπεκρίνετο, ἀπαλλάσσετο ὀπίσω, ἀπελθὼν δὲ ἐσήμαινε Μαρδονίῳ τὰ καταλαβόντα.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 49.1
- φανερώνω, διακηρύσσω
- (για μαντείο ή για οιωνούς) αποκαλύπτω
- ερμηνεύω, επεξηγώ, υποδηλώνω
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 4, 440a
- Οὗτος μέντοι, ἔφην, ὁ λόγος σημαίνει τὴν ὀργὴν πολεμεῖν ἐνίοτε ταῖς ἐπιθυμίαις ὡς ἄλλο ὂν ἄλλῳ.
- Αυτός όμως ο λόγος σημαίνει πως η οργή καμιά φορά αντιμάχεται με τις επιθυμίες, σαν ένα κάτι διαφορετικό από άλλο.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Οὗτος μέντοι, ἔφην, ὁ λόγος σημαίνει τὴν ὀργὴν πολεμεῖν ἐνίοτε ταῖς ἐπιθυμίαις ὡς ἄλλο ὂν ἄλλῳ.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 196a-196b
- χρόας δὲ κάλλος ἡ κατ᾽ ἄνθη δίαιτα τοῦ θεοῦ σημαίνει· ἀνανθεῖ γὰρ καὶ ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ καὶ ἄλλῳ ὁτῳοῦν οὐκ ἐνίζει Ἔρως, οὗ δ᾽ ἂν εὐανθής τε καὶ εὐώδης τόπος ᾖ, ἐνταῦθα δὲ καὶ ἵζει καὶ μένει.
- και η ομορφιά του χρώματος της επιδερμίδας του έχει την εξήγησή της στο ότι ο θεός, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, ζει μες σε λουλουδότοπους · γιατί ο Έρως δεν πάει να καθίσει πάνω σε σώμα ή σε ψυχή ή σ᾽ ό,τι άλλο που δε βγάζει λουλούδια ή που τα λουλούδια του μαράθηκαν· μόνο όπου βρει τόπο πνιγμένο στα λουλούδια κι ευωδιασμένο, εκεί θρονιάζει και λημεριάζει.
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- χρόας δὲ κάλλος ἡ κατ᾽ ἄνθη δίαιτα τοῦ θεοῦ σημαίνει· ἀνανθεῖ γὰρ καὶ ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ καὶ ἄλλῳ ὁτῳοῦν οὐκ ἐνίζει Ἔρως, οὗ δ᾽ ἂν εὐανθής τε καὶ εὐώδης τόπος ᾖ, ἐνταῦθα δὲ καὶ ἵζει καὶ μένει.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 4, 440a
- σημαδεύω, σφραγίζω
- μεσοπαθητική φωνή:
- συμπεραίνω, πιθανολογώ, εικάζω
- σημαδεύω
- ※ 8ος↑ αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 175
- Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος,
- Αυτά ᾽πε κι εσημείωσε καθένας τον λαχνόν του.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος,
- ※ 8ος↑ αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 175
- είμαι σφραγισμένος
- επιλέγω, ξεδιαλέγω
- δίνω εντολή με σήμα, με παράγγελμα
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας Αρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, 5.23.7
- ὑμεῖς δέ, ἄνδρες ἡγεμόνες, ἐπειδὰν σημανθῇ, ξὺν τοῖς καθ᾽ αὑτοὺς ἕκαστοι ξυντεταγμένοι ἰέναι ἐπὶ τὸν θόρυβον, ἵνα ἂ ἡ σάλπιγξ παρακαλῇ.
- Και σεις διοικητές, μόλις δοθεί το σύνθημα, να τρέξετε ο καθένας με συνταγμένους τους άνδρες του προς τον θόρυβο, οπουδήποτε σας καλεί η σάλπιγγα.
- Μετάφραση (1998), Θ.Χ. Σαρικάκης, @greek‑language.gr
- ὑμεῖς δέ, ἄνδρες ἡγεμόνες, ἐπειδὰν σημανθῇ, ξὺν τοῖς καθ᾽ αὑτοὺς ἕκαστοι ξυντεταγμένοι ἰέναι ἐπὶ τὸν θόρυβον, ἵνα ἂ ἡ σάλπιγξ παρακαλῇ.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας Αρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, 5.23.7
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- ιωνικός τύπος : μέλλοντας σημανέω
- ιωνικός τύπος : παρατ. σημαίνεσκον
- επικός τύπος : αόρ. σήμηνα
- σᾱμαίνω
- ιωνικός τύπος : μέλλοντας μέση φωνή σημᾰνέομαι
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ἀκατασήμαντος
- ἀνεπισήμαντος
- ἀπαρασήμαντος
- ἀποσημάντωρ
- ἀσήμαντος
- ἀσήμαντρος
- διπλοσήμαντος
- ἐπισήμανσις
- ἐπισημαντέον
- ἐπισημαντικός
- ἑτεροσήμαντος
- εὐσήμαντος
- κατασημαντικός
- παρασημαντέον
- παρασημαντικός
- πολυσήμαντος
- πολυσημάντωρ
- προσημαντικός
- σήμανσις
- σημαντέος
- σημαντήρ
- σημαντήριον
- σημαντικός
- σημαντός
- σημάντρια
- σημάντριον
- σημαντρίς
- σήμαντρον
- σημάντωρ
- συσσημαντικός
- ταὐτοσήμαντος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- σημαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σημαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.