σεσημασμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σεσημασμένος < αρχαία ελληνική σεσημασμένος, μετοχή του παρακειμένου σεσήμασμαι του ρήματος σημαίνομαι → δείτε τη λέξη σημαίνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sε.se.maˈzmε.nɔs/
ΜετοχήΕπεξεργασία
σεσημασμένος -η -ο
- που έχει ήδη συλληφθεί για παράνομη ενέργεια και είναι γνωστός στην αστυνομία και καταγεγραμμένος
- άμα έχεις κλέψει και σου έχουν φτιάξει φάκελο... μετά είσαι σεσημασμένος κλέφτης
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- και σπάνιος παράλληλος τύπος της δημοτικής σημασμένος με τη σημασία: που έχει σημανθεί, μαρκαρισμένος