σεσημασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεσημασμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σεσημασμένος (καλά σφραγισμένος), μετοχή παρακειμένου σεσήμασμαι του ρήματος σημαίνομαι → δείτε τη λέξη σημαίνω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική marqué (για τους καταδίκους που ήταν παλιά μαρκαρισμένοι, σημαδεμένοι με καυτό σίδερο στον ώμο) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /se.si.maˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ση‐μα‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίασεσημασμένος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σημαίνω
- που έχει ήδη συλληφθεί για παράνομη ενέργεια και είναι γνωστός στην αστυνομία και καταγεγραμμένος στη Σήμανση
- ⮡ άμα έχεις κλέψει και σου έχουν φτιάξει φάκελο... μετά είσαι σεσημασμένος κλέφτης
Σημειώσεις
επεξεργασία- και σπάνιος παράλληλος τύπος της δημοτικής σημασμένος με τη σημασία: που έχει σημανθεί, μαρκαρισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σεσημασμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας