συλλαμβάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συλλαμβάνω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συλ- + λαμβάνω
Ρήμα
επεξεργασίασυλλαμβάνω, αόρ.: συνέλαβα, παθ.φωνή: συλλαμβάνομαι, π.αόρ.: συλλήφθηκα/συνελήφθην
- πιάνω κάποιον ύποπτο ή κατηγορούμενο για παράνομη πράξη και τον εμποδίζω να φύγει για να τον οδηγήσω στο αστυνομικό τμήμα ή στη φυλακή
- η αστυνομία συνέλαβε τον ύποπτο μετά από τηλεφώνημα αγνώστου
- (για μηχανήματα) αντιλαμβάνομαι σήματα
- αυτή η συσκευή καταγραφής συλλαμβάνει και τον απειροελάχιστο ψίθυρο
- καθίσταμαι έγκυος
- μερικές γυναίκες δεν μπορούν να συλλάβουν, ενώ δεν έχουν παθολογικό πρόβλημα
- κατανοώ
- κάποια πράγματα δεν μπορεί να τα συλλάβει ο ανθρώπινος νους
- (μεταφορικά) εμφανίζεται στο νου μου μια παράσταση ή μια ιδέα
- τυχαία περιστατικά μπορεί να κάνουν έναν επιστήμονα να συλλάβει μια σπουδαία ιδέα
Συγγενικά
επεξεργασία- σύλληψη
- ασύλληπτος
- αντισυλληπτικό
- συλληφθείς, συλληφθείσα, συλληφθέν
- → και δείτε τη λέξη λαμβάνω
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στερώ την ελευθερία
μένω έγκυος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συλλαμβάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυλλαμβάνω
- συμμαζεύω, συγκεντρώνω μαζί διάφορα πράγματα
- (ειδικότερα) συγκεντρώνω διασκορπισμένα στρατεύματα
- παίρνω μαζί, αποκομίζω
- (για ομιλία) περιλαμβάνω
- συνδυάζω κατά την εκφώνηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συλλαμβάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συλλαμβάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.