↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντισυλληπτικό τα αντισυλληπτικά
      γενική του αντισυλληπτικού των αντισυλληπτικών
    αιτιατική το αντισυλληπτικό τα αντισυλληπτικά
     κλητική αντισυλληπτικό αντισυλληπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντισυλληπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντισυλληπτικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική contraceptive)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.si.li.ptiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐συλ‐λη‐πτι‐κό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντισυλληπτικό ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αντισυλληπτικό