αντισυλληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντισυλληπτικός < αντισύλληψη + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική contraceptive[1] [2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.si.li.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐συλ‐λη‐πτι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααντισυλληπτικός, -ή, -ό
- που αντιτίθεται και προλαμβάνει την σύλληψη και την εγκυμοσύνη
- (ουσιαστικοποιημένο) αντισυλληπτικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντισυλληπτικός
- ↑ αντισυλληπτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αντισυλληπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας