contraceptif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contraceptif | contraceptifs |
θηλυκό | contraceptive | contraceptives |
contraceptif (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
contraceptif | contraceptifs |
contraceptif (fr) αρσενικό