enceinte
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
enceinte | enceintes |
enceinte (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
enceinte | enceintes |
enceinte (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
enceinte | enceintes |
enceinte (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
enceinte | enceintes |
enceinte (fr) θηλυκό