Δείτε επίσης: τεῖχος, τοίχος, τοῖχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τείχος τα τείχη
      γενική του τείχους των τειχών
    αιτιατική το τείχος τα τείχη
     κλητική τείχος τείχη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τείχος < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική τεῖχος. Συγκρίνετε με το τοῖχος > τοίχος, επίσης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeyǵʰ-.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈti.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεί‐χος
ομόηχο: τοίχος
 
τείχη κάστρου

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τείχος ουδέτερο

  1. (οπλισμός) αμυντική κατασκευή, μόνιμη ή πρόχειρα φτιαγμένη· συνήθως περιβάλλει μία πόλη και αποτελείται από ψηλά και γερά τοιχώματα που συνοδεύονται από πύργους, προμαχώνες και επάλξεις (η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στον πληθυντικό)
  2. (μεταφορικά)
    1. προστατευτικός κλοιός
      ⮡  το τείχος της αδιαφορίας
    2. (ποδόσφαιρο) αμυντική γραμμή από παίκτες οι οποίοι στέκονται ο ένας πολύ κοντά στον άλλον προκειμένου να αποκρούσουν με τα σώματά τους μια βολή φάουλ που εκτελείται από επικίνδυνη για την εστία τους θέση

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία