Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τειχισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τειχισμέν
ος
η
τειχισμέν
η
το
τειχισμέν
ο
γενική
του
τειχισμέν
ου
της
τειχισμέν
ης
του
τειχισμέν
ου
αιτιατική
τον
τειχισμέν
ο
την
τειχισμέν
η
το
τειχισμέν
ο
κλητική
τειχισμέν
ε
τειχισμέν
η
τειχισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τειχισμέν
οι
οι
τειχισμέν
ες
τα
τειχισμέν
α
γενική
των
τειχισμέν
ων
των
τειχισμέν
ων
των
τειχισμέν
ων
αιτιατική
τους
τειχισμέν
ους
τις
τειχισμέν
ες
τα
τειχισμέν
α
κλητική
τειχισμέν
οι
τειχισμέν
ες
τειχισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τειχισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
τειχίζω
Μετοχή
επεξεργασία
τειχισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
τειχίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τειχισμένος