τειχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τειχίζω < αρχαία ελληνική τειχίζω < τεῖχος + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίατειχίζω
- προστατεύω μία πόλη ή άλλο μέρος χτίζοντας τείχος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τειχίζω | τείχιζα | θα τειχίζω | να τειχίζω | τειχίζοντας | |
β' ενικ. | τειχίζεις | τείχιζες | θα τειχίζεις | να τειχίζεις | τείχιζε | |
γ' ενικ. | τειχίζει | τείχιζε | θα τειχίζει | να τειχίζει | ||
α' πληθ. | τειχίζουμε | τειχίζαμε | θα τειχίζουμε | να τειχίζουμε | ||
β' πληθ. | τειχίζετε | τειχίζατε | θα τειχίζετε | να τειχίζετε | τειχίζετε | |
γ' πληθ. | τειχίζουν(ε) | τείχιζαν τειχίζαν(ε) |
θα τειχίζουν(ε) | να τειχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τείχισα | θα τειχίσω | να τειχίσω | τειχίσει | ||
β' ενικ. | τείχισες | θα τειχίσεις | να τειχίσεις | τείχισε | ||
γ' ενικ. | τείχισε | θα τειχίσει | να τειχίσει | |||
α' πληθ. | τειχίσαμε | θα τειχίσουμε | να τειχίσουμε | |||
β' πληθ. | τειχίσατε | θα τειχίσετε | να τειχίσετε | τειχίστε | ||
γ' πληθ. | τείχισαν τειχίσαν(ε) |
θα τειχίσουν(ε) | να τειχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τειχίσει | είχα τειχίσει | θα έχω τειχίσει | να έχω τειχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τειχίσει | είχες τειχίσει | θα έχεις τειχίσει | να έχεις τειχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τειχίσει | είχε τειχίσει | θα έχει τειχίσει | να έχει τειχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τειχίσει | είχαμε τειχίσει | θα έχουμε τειχίσει | να έχουμε τειχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τειχίσει | είχατε τειχίσει | θα έχετε τειχίσει | να έχετε τειχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τειχίσει | είχαν τειχίσει | θα έχουν τειχίσει | να έχουν τειχίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τειχίζω
|