Δείτε επίσης: τείχος, τοίχος, τοῖχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τεῖχος τὰ τείχη - τείχε
      γενική τοῦ τείχους - τείχεος τῶν τειχῶν - τειχέων
      δοτική τῷ τείχει - τείχεῐ̈ τοῖς τείχεσ(ν)
    αιτιατική τὸ τεῖχος τὰ τείχη - τείχεα
     κλητική ! τεῖχος τείχη - τείχεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τείχει - τείχεε
γεν-δοτ τοῖν  τειχοῖν - τειχέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεῖχος, ήδη ομηρικό < *θεῖχ-ος με προληπτική αφομοίωση του θ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeyǵʰ-. Παράλληλος τύπος, το τοῖχος.[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεῖχος, -εος ουδέτερο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τείχος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.