Δείτε επίσης: διατοίχισμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διατείχισμα τα διατειχίσματα
      γενική του διατειχίσματος των διατειχισμάτων
    αιτιατική το διατείχισμα τα διατειχίσματα
     κλητική διατείχισμα διατειχίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διατείχισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατείχισμα < διατειχίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + τείχισμα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διατείχισμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διατείχισμᾰ τὰ διατειχίσμᾰτ
      γενική τοῦ διατειχίσμᾰτος τῶν διατειχισμᾰ́των
      δοτική τῷ διατειχίσμᾰτ τοῖς διατειχίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ διατείχισμᾰ τὰ διατειχίσμᾰτ
     κλητική ! διατείχισμᾰ διατειχίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διατειχίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  διατειχισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διατείχισμα < διατειχίζω, διατειχισ- + -μα. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + τείχισμα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διατείχισμα ουδέτερο