↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκάρσιος η εγκάρσια το εγκάρσιο
      γενική του εγκάρσιου της εγκάρσιας του εγκάρσιου
    αιτιατική τον εγκάρσιο την εγκάρσια το εγκάρσιο
     κλητική εγκάρσιε εγκάρσια εγκάρσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκάρσιοι οι εγκάρσιες τα εγκάρσια
      γενική των εγκάρσιων των εγκάρσιων των εγκάρσιων
    αιτιατική τους εγκάρσιους τις εγκάρσιες τα εγκάρσια
     κλητική εγκάρσιοι εγκάρσιες εγκάρσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκάρσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκάρσιος (κάθετος)[1][2] < (ἐν (εγ-)+ -κάρσιος < → δείτε τη λέξη κείρω [3]
 
Διαμήκης (longitudinal) και εγκάρσια (transverse) τομή ενός ποντικιού.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eŋˈɡaɾ.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐κάρ‐σι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

εγκάρσιος, -α, -ο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • εγκάρσιο κλίτος: κλίτος κάθετο σε σχέση με τα τρία κλίτη του ναού τα οποία ακολουθούν τον άξονα που ορίζεται από την είσοδο και το ιερό
    ⮡  τρίκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. εγκάρσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. εγκάρσιοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.