πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η διαμήκης το διάμηκες
      γενική του/της διαμήκους* του διαμήκους
    αιτιατική τον/τη διαμήκη το διάμηκες
     κλητική διαμήκη διάμηκες
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμήκεις τα διαμήκη
      γενική των διαμήκων των διαμήκων
    αιτιατική τους/τις διαμήκεις τα διαμήκη
     κλητική διαμήκεις διαμήκη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαμήκης (μαρτυρείται από το 1898)[1] < ελληνιστική κοινή διάμηκος < δια- + αρχαία ελληνική μῆκ(ος) + -ης[2]
Διαμήκης (longitudinal) και εγκάρσια (transverse) τομή ενός ποντικιού.

διαμήκης, -ης, διάμηκες

  1. (λόγιο) που εκτείνεται σε όλο το μήκος
      Η διαμήκης τομή είναι το αντίθετο της εγκάρσιας τομής.
     αντώνυμα: εγκάρσιος
  2. ναυπηγικός όρος  δείτε τη λέξη διάμηκες

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 280, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)