Δείτε επίσης: /

Ετυμολογία

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κάθετος η κάθετη
& κάθετος
το κάθετο
      γενική του κάθετου
& καθέτου
της κάθετης
& καθέτου
του κάθετου
& καθέτου
    αιτιατική τον κάθετο την κάθετη
& κάθετο
το κάθετο
     κλητική κάθετε κάθετη
& κάθετε
κάθετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κάθετοι οι κάθετες
& κάθετοι
τα κάθετα
      γενική των κάθετων
& καθέτων
των κάθετων
& καθέτων
των κάθετων
& καθέτων
    αιτιατική τους κάθετους
& καθέτους
τις κάθετες
& καθέτους
τα κάθετα
     κλητική κάθετοι κάθετες
& κάθετοι
κάθετα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα.
Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου.
Δείτε την κλίση του ουσιαστικού «κάθετος»
Κατηγορία όπως «διάδικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κάθετος, -η/(λόγιο -ος), -ο [2]

  1. (γεωμετρία) χαρακτηρισμός ευθείας ή ευθύγραμμου τμήματος που σχηματίζει γωνία 90 μοιρών με άλλη ευθεία ή ευθύγραμμο τμήμα
  2. (μεταφορικά) απόλυτος στους ισχυρισμούς του ή στις απαιτήσεις του, κατηγορηματικός

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάθετος οι κάθετοι
      γενική της καθέτου των καθέτων
    αιτιατική την κάθετο τις καθέτους
     κλητική κάθετε κάθετοι
Συγκρίνετε με την κλίση του επιθέτου.
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κάθετος θηλυκό

  1. ο κάθετος δρόμος, η κάθετη οδός
      Στην τρίτη κάθετο που θα συναντήσεις θα στρίψεις αριστερά.
  2. το σύμβολο /
     συνώνυμα: βακτηρία, σλας

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ο πους της καθέτου αποτελεί αρχή διά την γεωμετρίαν: ειρωνική έκφραση

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κάθετος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «κάθετος, -η (λόγ. -ος), -ο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κάθετος τὸ κάθετον
      γενική τοῦ/τῆς καθέτου τοῦ καθέτου
      δοτική τῷ/τῇ καθέτ τῷ καθέτ
    αιτιατική τὸν/τὴν κάθετον τὸ κάθετον
     κλητική ! κάθετε κάθετον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κάθετοι τὰ κάθετ
      γενική τῶν καθέτων τῶν καθέτων
      δοτική τοῖς/ταῖς καθέτοις τοῖς καθέτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καθέτους τὰ κάθετ
     κλητική ! κάθετοι κάθετ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καθέτω τὼ καθέτω
      γεν-δοτ τοῖν καθέτοιν τοῖν καθέτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

κάθετος < καθίημι (ρίχνω κάτω) < κατά (κάθ-) + ἵημι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;