καθετήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καθετήρ | οἱ | καθετῆρες |
γενική | τοῦ | καθετῆρος | τῶν | καθετήρων |
δοτική | τῷ | καθετῆρῐ | τοῖς | καθετῆρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | καθετῆρᾰ | τοὺς | καθετῆρᾰς |
κλητική ὦ! | καθετήρ | καθετῆρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθετῆρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καθετήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαθετήρ αρσενικό
- οτιδήποτε μπαίνει κάθετα σε κάτι άλλο, όπως
- (ελληνιστική σημασία , ιατρική) ένα χειρουργικό εργαλείο για το άδειασμα της ουροδόχου κύστης
- (ελληνιστική σημασία) η καθετή για το ψάρεμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίακαθετήρ (αρχαία ελληνικά)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «καθετήρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- καθετήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθετήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.