↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καθετήρ οἱ καθετῆρες
      γενική τοῦ καθετῆρος τῶν καθετήρων
      δοτική τῷ καθετῆρ τοῖς καθετῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν καθετῆρ τοὺς καθετῆρᾰς
     κλητική ! καθετήρ καθετῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καθετῆρε
γεν-δοτ τοῖν  καθετήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθετήρ < θέμα καθ-ε- του ρήματος καθίημι + -τήρ [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθετήρ αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

καθετήρ (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: καθετήρας
γαλλικά: cathéter
αγγλικά: cathéter
λατινικά: catheter
ολλανδικά: katheter

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «καθετήρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.