Ετυμολογία

επεξεργασία
καθίημι < κατά + ἵημι

καθίημι (παθητική φωνή: καθίεμαι)

  1. ρίχνω κάτι με φορά προς τα κάτω
  2. κατεβάζω
  3. κατεβαίνω
  4. φθάνω
  5. χτυπώ