φορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φορά | οι | φορές |
γενική | της | φοράς | των | φορών |
αιτιατική | τη | φορά | τις | φορές |
κλητική | φορά | φορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- φορά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φορά (γρήγορη κίνηση)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /foˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐ρά
- τονικό παρώνυμο: φόρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφορά θηλυκό
- η ξεχωριστή περίπτωση, περίσταση ή περίοδος
- ↪ Σου το είπα μια φορά, φτάνει· δε θα σου το πω και δεύτερη.
- ↪ Σήμερα πήγα τρεις φορές στην εφορία.
- η κατεύθυνση, η διεύθυνση
- ↪ Ορθή αναφορά ονομάζεται, στη φυσική, οποιαδήποτε κυκλική κίνηση αντίθετης φοράς προς εκείνην των δεικτών του ωρολογίου.
- ↪ η φορά των πραγμάτων, μας οδηγεί δυστυχώς... (έτσι όπως εξελίσσονται, κατά εκεί που πάνε οι καταστάσεις..)
- (μαθηματικά) χρησιμοποιείται στον πολλαπλασιασμό αντί του επί
- κάποτε, σε εκφράσεις με το ρήμα σε παρελθοντικό χρόνο, με τάσεις αναπόλησης
- ↪ μια φορά μ' αγαπούσες
- αντί της λέξης φόρα (ορμή, απόκτηση ταχύτητας) σε αθλητικούς όρους
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φέρω
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περίπτωση - προς δήλωση επανάληψης
κατεύθυνση
→ δείτε τη λέξη κατεύθυνση |
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- φορά: κλιτικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαφορά
Πηγές
επεξεργασία- φορά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φορᾱ́ | αἱ | φοραί |
γενική | τῆς | φορᾶς | τῶν | φορῶν |
δοτική | τῇ | φορᾷ | ταῖς | φοραῖς |
αιτιατική | τὴν | φορᾱ́ν | τὰς | φορᾱ́ς |
κλητική ὦ! | φορᾱ́ | φοραί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φορᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φοραῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φορά < μεταπτωτική βαθμίδα φορ- του ρήματος φέρω + -ά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφορά, -ᾶς θηλυκό
- μεταφορά
- πληρωμή, καταβολή φόρου
- εισφορά, έρανος
- η παραγωγή καρπών, καρπός, σοδειά
- κόμιστρο, αμοιβή για μεταφορά
- η γρήγορη κίνηση, η ορμητική
- η ορμή
- το βάρος, αυτό που μεταφέρεται, αυτό που κάποιος φέρει, το φορτίο
- η τροχιά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φέρω
- Λέξεις -φορα @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία- φορά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φορά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.